- υπόπεμπτος
- -ον, Α [ὑποπέμπτω]αυτός που τόν έστειλαν ως κατάσκοπο χωρίς να γίνει αντιληπτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόπεμπτος — sent covertly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπέμπτους — ὑπόπεμπτος sent covertly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)